- δομαίος
- δομαῑος -α, -ον (Α)1. αυτός που ανήκει στην, προορίζεται για οικοδομία2. οἱ δομαῑοι (ενν. λίθοι)οι θεμέλιοι λίθοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δομαῖον — δομαῖος for building masc acc sg δομαῖος for building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίηι — δομαί̱ῃ , δομαῖος for building fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίοις — δομαί̱οις , δομαῖος for building masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δομαίους — δομαί̱ους , δομαῖος for building masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)